ἀμφοτέραις

ἀμφοτέραις
ἀμφότερος
either
fem dat pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • бедра — БЕДР|А (18), Ы с. 1.Бедро, часть ноги от таза до коленного сустава: обыча(і) имѣють... роуц(ѣ) не кр(с)тоѡбразно полагають ему на перьсѣхъ его ˫ако же и мы. нъ до полоу [вм. долоу] при бедрахъ ихъ простирають. КР 1284, 271в; и свѩзана бы(с)… …   Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)

  • оба — (546) мест. колич., только дв. Оба, два: изѧславѹ же кънѧзѹ тогда прѣдрьжѧщѹ обѣ власти. и о҃ца своего ˫арослава. и брата своего володимира. ЕвОстр 1056–1057, 294в (запись); рече б҃ъ. съгрѣшилъ ѥси ты и оба дрѹга тво˫а. (δύο) Изб 1076, 122 об.;… …   Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)

  • TYRUS — vel Tyros, Phoeniciae insula, nunc Pendoli, et urbs celebertima, in saxo undique praerupto, cum portu capaci, orbis olim emporium; Condita, ut Iasephus vult, Ant. Iud. l. 3. A. M. 2783. ante templum Salomonis, 240. Archiepiscopalis sub Patriarcha …   Hofmann J. Lexicon universale

  • ιδέα — Φιλοσοφική έννοια. Κατά την πρωταρχική της έννοια σημαίνει την ορατή μορφή, την όψη. Κατ’ επέκταση, ο όρος αναφέρεται γενικά στη μορφή, στο είδος και στο γένος. Στην καθημερινή χρήση της, η λέξη ι. υπονοεί καθετί που υπάρχει στον ανθρώπινο νου… …   Dictionary of Greek

  • περιδέξιος — ον, ΜΑ 1. κατάλληλος, πρόσφορος 2. αυτός που φέρεται γύρω από το δεξί χέρι 3. μτφ. επιδέξιος, έμπειρος 4. φρ. «δένδρον περιδέξιον» ονομασία μυθικού δένδρου στις Ινδίες (Κυράν.) αρχ. 1. αυτός που χρησιμοποιεί εξίσου και με την ίδια επιδεξιότητα… …   Dictionary of Greek

  • περιπλέκω — ΝΜΑ 1. πλέκω κάτι γύρω από κάτι άλλο, περιβάλλω κάτι πλέκοντας (α. «ούτε κισσός, π αναίσθητος την πέτρα περιπλέκει, ούτ αστραπή που σβήνεται χωρίς αστροπελέκι», Βαλαωρ. β. «περιπλέξητε αὐτοῑς τὰ σκέλη περὶ τὴν γαστέρα», Λουκιαν.) 2. (η μτχ. παθ.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”